- προαναγορεύεσθαι
- προαναγορεύεσθαι , πρό-ἀναγορεύωproclaim publiclypres inf mpπροαναγορεύεσθαι , πρό-ἀναγορεύωproclaim publiclypres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.